προοπτικός

προοπτικός
-ή, -ό / προοπτικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική
2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες τής προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο»)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική
4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός
(ανατ.) το πρόσθιο τμήμα τού υποθαλάμου που βρίσκεται μπροστά από το οπτικό χίασμα και συνδέεται λειτουργικά με την υπόφυση
5. φρ. «προοπτική προβολή»
(φωτογραμμ.) η προβολή σημείων πάνω σε ένα επίπεδο η οποία χρησιμοποιεί την τεχνική τής προοπτικής
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόβλεψη, προορατικός.
επίρρ...
προοπτικώς και προοπτικά Ν
1. (καλ. τεχν.) με προοπτική, σύμφωνα με τους κανόνες τής προοπτικής
2. στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὀπτικός (< θ. οπ- τού ὄπωπα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προοπτικῶν — προοπτικός of fem gen pl προοπτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοπτικόν — προοπτικός of masc acc sg προοπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοπτικά — Ν επίρρ. βλ. προοπτικός …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • προοπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού προοπτικού, το να έχει κανείς ή κάτι προοπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < προοπτικός Η λ., στον λόγιο τ. προοπτικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • προοπτικώς — Ν επίρρ. βλ. προοπτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”